- κοσμοπολίτικος
- -η, -ο και κοσμοπολιτικός, -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοπολιτισμό ή στον κοσμοπολίτη2. αυτός που συνηθίζεται σε όλα τα μέρη τού κόσμου («κοσμοπολίτικα έθιμα»)3. φρ. α) «κοσμοπολίτικη ζωή» — ζωή προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειεςβ) βιολ. «κοσμοπολιτικά ζώα και φυτά» — τα ζώα και τα φυτά που έχουν παγκόσμια κατανομή και δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές.επίρρ...κοσμοπολιτικώς και κοσμοπολίτικαμε τον τρόπο τών κοσμοπολιτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοπολίτης. Η λ. ως επιστημον. όρος τής βιολογίας (στην οποία καταβιβάζεται ο τόνος) είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. cosmopolitaine. Η λ., στον τ. κοσμοπολιτικός, μαρτυρείται από το 1851 στον Στέφανο Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.